- ξαναρίχνω
- ξανάριξα, ξαναρίχτηκα, ξαναριγμένος, ρίχνω πάλι, ξανά, άλλη μια φορά: Τον ξανάριξε η γρίπη στο κρεβάτι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μετασέρνω — ξαναρίχνω βλήμα, κανονιοβολώ και πάλι … Dictionary of Greek
αντικαταβάλλω — (AM ἀντικαταβάλλω) νεοελλ. καταβάλλω, καταθέτω χρηματικό ποσό έναντι εμπορεύματος ή άλλης αξίας αρχ. μσν. ανταποδίδω αρχ. ξαναρίχνω κάτω κάποιον … Dictionary of Greek
μεταπολύω — (Μ) ξαναρίχνω βλήμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ἀπολύω] … Dictionary of Greek